Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψούνισμα — το, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψώνισμα … Dictionary of Greek
ψούνισμα — το, ατος βλ. ψώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψώνισμα — και ψούνισμα, το, Ν [ψωνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωνίζω … Dictionary of Greek